ΔΙΗΓΗΜΑ 1 ΣΕΡΡΩΝ 5ο ΓΕΛ Α2 ΤΑΞΗ

ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

Περπατούσαμε στη μέση του πουθενά εγώ και δύο σύντροφοί μου. Κρατούσα στα χέρια μου ένα όπλο τύπου  Bren και είχα μερικούς γεμιστήρες μέσα στις τσέπες μου. Μαζί μας είχαμε ένα γαϊδουράκι, ώστε να κουβαλάμε τα πράγματά μας. Ήταν πλέον νύχτα, δεν ακουγόταν τίποτα άλλο εκτός από τις ανάσες μας και τους θορύβους της νύχτας. Καθώς στρίβαμε  σ’ ένα δρομάκι, ξαφνικά πέσαμε πάνω σε εγγλέζικα αυτοκίνητα. Είχαν  ανοιχτά τα φώτα, αλλά κλειστές τις μηχανές τους.

Όταν το συνειδητοποιήσαμε,  οι άλλοι δύο είχαν αρχίσει να τρέχουν και να  μου φωνάζουν:

-« Τι κάθεσαι και περιμένεις  Ευαγόρα; Τρέχε! Θα σε συλλάβουν!”

 Εγώ συνέχισα να στέκομαι εκεί. Αποφάσισα να μη δειλιάσω. Αποφάσισα ότι ακόμη κι αν πεθάνω, καλύτερα να σκοτωθώ για χάρη της πατρίδας μου. Οι Εγγλέζοι αστυνομικοί είχαν πλέον πλησιάσει.

-« Πώς ονομάζεσαι και αυτό που κρατάς ξέρεις τι είναι; Ελπίζω να έχεις μία πολύ καλή δικαιολογία για αυτό» με ρώτησε ένας από τους δύο και έδειξε προς το όπλο που κρατούσα.

-« Ονομάζομαι Ευαγόρας Παλληκαρίδης και αγωνίζομαι για την πατρίδα μου» απάντησα με θάρρος.

Όταν ξεστόμισα αυτή τη φράση, είδα ξαφνικά τα πρόσωπα τους να αλλάζουν έκφραση. Εξοργίστηκαν με αυτά που είπα. Είχαν γουρλώσει τα μάτια τους και είχαν γίνει κατακόκκινοι  από το θυμό. Με άρπαξαν από τους ώμους και με οδήγησαν σε ένα από τα δύο αμάξια τους.

          Σύμφωνα με το κατηγορητήριο με δίκαζαν για παράνομη κατοχή όπλου και τριών σιγαστήρων. Στην διάρκεια του δικαστηρίου οι δικηγόροι πάσχιζαν να με υπερασπιστούν, αλλά αρνιόμουνα  τη βοήθεια τους. Δεν έπρεπε να κρυφτεί η αλήθεια. Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρός, ο πατέρας μου έλεγε ότι έπρεπε πάντα να λέω την αλήθεια, ακόμη και αν πληρώσω βαρύ τίμημα.

Οι δικαστές είχαν πάρει την απόφαση τους. Πριν όμως την ανακοινώσουν σκέφτηκαν να με ρωτήσουν, κοιτώντας με έντονο και βλοσυρό ύφος:

«Τι έχετε να πείτε, ώστε να μη σας επιβληθεί ποινή κύριε Παλληκαρίδη;» Εγώ σηκώθηκα όρθιος, ήρεμος και τους έδωσα την απάντησή μου:

-«Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε… ‘Ο,τι έκαμα το έκαμα, ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την ελευθερίαν της πατρίδος του».

  Αυτά τα λόγια άφησαν ασυγκίνητους τους δικαστές οι οποίοι φώναξαν: «Εις θάνατον».

Στο άκουσμα της καταδίκης μου, γύρισα και κοίταξα προς τη μεριά της μητέρας μου. Είδα ένα τρεμούλιασμα στα χείλη της. Σήκωσα το χέρι μου και της έκανα νόημα να σιωπήσει. Θα ήθελα εκείνη τη στιγμή να την πλησιάσω, να την αγκαλιάσω και να την κάνω να ηρεμήσει. Γύρισα ξανά μπροστά στους δικαστές, ενώ από πίσω μου ακουγόταν φωνές και θόρυβοι στο ακροατήριο. Οι αστυνομικοί προσπαθούσαν να ηρεμήσουν την κατάσταση. Σήκωσα το βλέμμα μου προς την εικόνα της Παναγίας που  κρατάει τον γιο της στην αγκαλιά της και σκέφτηκα : «Παναγία μου βοήθησε με… τώρα πληρώνω το τίμημα..»

          Στη φυλακή  άκουγα ότι προσπαθούσαν να ακυρώσουν την καταδίκη μου. Οι συμμαθητές μου είχαν κάνει αποχή στο σχολείο αρνούμενοι να κάνουν μάθημα, ενώ η κυβέρνηση έστελνε επιστολές στον ΟΗΕ και στην Βρετανική  κυβέρνηση, προσπαθώντας να τους μεταπείσουν. Οι Κύπριοι ξεσηκώνονταν ακόμη και μερικοί Εγγλέζοι βουλευτές διαμαρτυρήθηκαν. Όλα αυτά, για να μη στερηθώ «την νεότητα που έχανα», σύμφωνα με τους βρετανούς φύλακες. Δεν πέτυχε τίποτα από αυτά όμως.

Πλησίαζε η ώρα….Δεν ακουγόταν τίποτα άλλο παρά σταγόνες που έσταζαν από το ταβάνι. Είχε υπερβολικό σκοτάδι , δεν ήξερα τα πρόσωπα των συμπατριωτών μου παρά μόνο τις  φωνές τους. Κάποια στιγμή ξαφνικά η πόρτα άνοιξε απότομα. Μπήκε μέσα ένας φύλακας μαζί με δύο γυναίκες ξοπίσω του. Τις είχα αναγνωρίσει αμέσως. Ήταν η μητέρα μου και η μικρότερη αδελφή μου, η Μαρούλα. Φαίνεται ότι  της άφησαν να με δουν πριν με σκοτώσουν. Δεν ανταλλάξαμε πολλές κουβέντες, η σιωπή μας μιλούσε. Την σιωπή μας την έσπασε η αδερφή μου:

-« Αδερφέ μου βρίσκονται έξω δημοσιογράφοι και ρωτάνε να μάθουν για σένα. Τι να τους πω;»

-« Να τους πεις ότι δεν χρειάζεται να ανησυχούν για μένα. Ελπίζω να είμαι ο τελευταίος».

  Όταν ήρθε η ώρα της εκτέλεσης με οδήγησαν  σε μία μικρή αυλή, η οποία ήταν περιτριγυρισμένη με σιδερένια κάγκελα. Η αυλή οδηγούσε σε μία μικρή αποθήκη. Απέξω βρισκόταν κόσμος και παρακολουθούσε. Η μητέρα μου και τα αδέρφια μου βρίσκονταν σε μία άκρη και έβλεπαν. Μπήκα μέσα στην αποθήκη. Εδώ δεν έχω πολλά να περιγράψω. Υπήρχε ένα μικρό σκαμνί, ώστε να πατήσω πάνω του και να φτάσω   στο σχοινί. Η  αλήθεια είναι πως στην αρχή, δίστασα. Έτσι και αλλιώς δεν είναι φυσιολογικό να τελειώνει ξαφνικά η  ζωή σου στα 18 σου, αλλά ύστερα σκέφτηκα ότι ακόμη και κι αν χάσω τη ζωή μου τώρα, θα αφήσω πίσω το δικό μου στίγμα στην ιστορία της πατρίδας και ίσως γίνει ένα μάθημα για τις επόμενες γενιές. Αμέσως ανέκτησα σιγά-σιγά το θάρρος μου. Πήρα μία βαθιά ανάσα και προχώρησα. Έφτασε η ώρα να πληρώσω το τίμημά της ελευθερίας. Ανέβηκα πάνω στο σκαμνί και τοποθέτησα προσεκτικά το κεφάλι μου μέσα στη θηλειά και έκλεισα τα μάτια μου. Έβλεπα την πατρίδα μου ελεύθερη ,τους ανθρώπους χαρούμενους. Ένα  αίσθημα αγαλλίασης με κυρίεψε.

Δεν ξέρω τι συνέβη, αλλά το μόνο που άκουσα για λίγα λεπτά ήταν ένας αδύναμος θόρυβος, σα να δένεις μία κορδέλα σε ένα μπουκέτο με λουλούδια…

Αυτή τη στιγμή, ξεκουράζομαι σε ένα κοιμητήριο που κατασκευάστηκε για εμένα και για όσους συντρόφους θυσιάστηκαν για την πατρίδας μας, μέσα στη φυλακή μας. Τόση σκληρότητα έδειξαν οι δολοφόνοι μας. Μας  φυλάκισαν και στο θάνατο….

 Σήμερα βλέπω ότι τα βάσανα του αγαπημένου μου νησιού δεν έχουν τελειώσει. Η Κύπρος φαίνεται πολύ αλλιώτικη από ότι τη θυμάμαι, αλλά το ίδιο πονεμένη. Είναι χωρισμένη στη μέση με συρματόπλεγμα και οι λεμονιές δεν ανθίζουν όπως πριν, τα λεμόνια τους έχουν ένα απαίσιο πράσινο χρώμα, σαν αυτό του μίσους….

Και τώρα ρωτώ εσένα φύλακα Άγγελε, που άκουσες τόσο προσεκτικά την ιστορία μου.. Γιατί εξακολουθεί να υπάρχει τόσος πόνος «στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη»; Πότε θα ανθίσουν και θα μας δώσουν τους κατακίτρινους χρυσούς καρπούς τους οι λεμονιές ;

(Συμμετοχή στο διεθνή διαγωνισμό Κύπρος -Ελλάδα -Ομογένεια :Εκπαιδευτικές γέφυρες)

ΔΙΗΓΗΜΑ 2 ΣΕΡΡΩΝ 5ο ΓΕΛ Γ1 ΤΑΞΗ

ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ…

«Όταν γεννήθηκες η ζωή μας ομόρφυνε τόσο που νομίζαμε πως αυτή η τύχη  θα μας ακολουθούσε για πάντα. Μα τι θέλαμε από τη ζωή πια; Η οικογένειά μας είχε ολοκληρωθεί με τον αδερφό σου κι εσένα, πριγκίπισσά μου. Είχαμε, και ο μπαμπάς σου κι εγώ, το ωραιότερο επάγγελμα, αυτό του δασκάλου. Κάθε μέρα και μια νέα εμπειρία και νέα χαμόγελα γεννιόντουσαν από την αλληλεπίδρασή μας με τα παιδιά και μετά … η ζωή με σας στο ζεστό μας σπιτικό, στην πιο όμορφη χώρα της μεσογείου, στην Μεγαλόνησο, την Κύπρο μας. Ακόμα θυμάμαι αυτά τα λόγια της μητέρας μου. Και πώς να ξεχαστούν;

Περνούσαμε τη ζωή μας, όμορφα και ήρεμα, χωρίς φασαρίες και φωνές, σ’ αυτόν τον ξεχωριστό τόπο. Δεν μπορεί εύκολα να σκιαγραφηθεί η ομορφιά του, γιατί είναι η πατρίδα μου, ο χώρος που γεννήθηκα και ένιωσα για πρώτη φορά τι θα πει αγάπη και ζεστασιά, παιχνίδι και χαρά. Κάθε απόγευμα , εγώ και η παρέα μου παίζαμε  στις αλάνες και οι γονείς μας  συζητούσαν  πίνοντας το καφεδάκι τους, στις περιποιημένες αυλές των σπιτιών. Κανείς μας δεν θα μπορούσε να φανταστεί τη μεγάλη ανατροπή στη ζωή όλων μας.

Τα πρωινά, οι κάτοικοι της πόλης,  άνοιγαν το ραδιόφωνο και άκουγαν προσεκτικά τις ειδήσεις, γιατί, όπως αργότερα κατάλαβα, ένας φόβος υφείρπε μέσα στις καρδιές τους. Μια μέρα λοιπόν, έγινε αυτό που φοβόντουσαν πιότερο. Ακούν στον κρατικό ραδιοφωνικό σταθμό Κύπρου πως οι Τούρκοι ετοιμάζονται να εισβάλλουν στην Αμμόχωστο, χωρίς να είναι έγκυρη αυτή η πληροφορία. Αν και δεν ήταν επιβεβαιωμένη είδηση, όλες οι οικογένειες, όπως και η δική μου , πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή. Ο φόβος και ο τρόμος ήταν φανερός στα πρόσωπα όλων. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο και τραγικό μαζί. Φαίνεται πως δεν περιμέναμε κάτι τέτοιο. Αν και πάντα υπήρχε αυτός ο φόβος, ότι κάποια στιγμή θα εισβάλλανε οι Τούρκοι στη πανέμορφη Αμμόχωστο, κανείς δεν ήθελε να πιστέψει πως θα συνέβαινε. Γι’ αυτό και ήμασταν απροετοίμαστοι και δεν είχαμε σκεφτεί πως θα αντιδράσουμε σε μια τέτοια τραγική κατάσταση.

Στη δική μου οικογένεια, ο μπαμπάς μου είπε στη μαμά μου να ετοιμάσει γρήγορα από ένα σακίδιο, γιατί αργά ή γρήγορα θα αποχωρούσαμε από τον τόπο μας. Το ίδιο σκέφτηκαν και πολλές άλλες οικογένειες. Φοβήθηκαν για τα χειρότερα και αποφάσισαν να αποχωρήσουν. Να αποχωρήσουμε. Το επόμενο πρωί, μια μεγάλη πλήθος ανθρώπων άρχισε να αναχωρεί. Και εμείς μέσα σ΄ αυτό καταλήξαμε όλοι σε διαφορετικά χωριά και πόλεις της Κύπρου. Άλλοι πιο μακριά και άλλοι πιο κοντά. Ήταν λάθος όλων μας να εγκαταλείψουμε τη πατρίδα μας και να την αφήσουμε  «ελεύθερη- πολιορκημένη». Βέβαια είναι στοιχείο της λογικής του ανθρώπου ότι πάνω στο φόβο και τον τρόμο, κάνει πράγματα που ίσως μετανιώσει στο μέλλον.

Οι Τούρκοι μετά από μέρες, εισβάλλουν στην Αμμόχωστο χωρίς καμιά αντίσταση. Τους ελάχιστους που απόμειναν ή δε πρόλαβαν να φύγουν τους σκότωναν, όταν αντιστέκονταν, κι άλλους τους έπιαναν αιχμάλωτους. Οικογένειες ξεκληρίστηκαν. Κατέλαβαν την πόλη εύκολα χωρίς δυσκολία.

Σύμφωνα με τον φημισμένο ποιητή της Ελλάδας, Κωστή Παλαμά: «Δεν ζει χωρίς πατρίδες η ανθρώπινη ψυχή». Για αυτό το λόγο, οι «πρώην» πατριώτες της  Αμμοχώστου, επιχείρησαν να επιστρέψουν, έστω και για λίγο, είτε για να αποχαιρετίσουν κάποιους συγγενείς τους ηλικιωμένους, που μπορούσαν να αναχωρήσουν, είτε για να πάρουν τα  τελευταία τους πράγματα. Η πατρίδα τους ήταν πλέον στη κατοχή των Τούρκων. Ο πατέρας μου μαζί με κάποιους γείτονες μου προσπάθησαν να γυρίσουν, έστω και για λίγο. Πολλούς από αυτούς τους εκτέλεσαν οι Τούρκοι, άλλους τους βασάνισαν και μέχρι σήμερα πολλοί είναι αγνοούμενοι. Ο μπαμπάς μου ήταν από τους λίγους που γύρισαν στους αγαπημένους τους. Ήταν τυχερός ο ίδιος αλλά κι εμείς, η οικογένειά μας.

Μια πόλη αφέθηκε, στα χέρια των Τούρκων χωρίς μάχη. Ελεύθερα χωρίς αντίσταση. Και αυτό είναι, που με εξοργίζει περισσότερο. Η ζωή μας  τέλειωσε εκεί, εκείνη τη στιγμή.  Αναγκαστικά ξεκινήσαμε μια νέα ζωή.  Κι εγώ μεγάλωσα με τις παιδικές αναμνήσεις ζωντανές. Εδώ και χρόνια, αν και ενηλικιώθηκα και εξελίχθηκα ως άνθρωπος, ως επιστήμονας και ως άνθρωπος της τέχνης πάντα θυμάμαι. Έτσι, έβαλα στόχο της ζωής μου, από όποιο μετερίζι βρίσκομαι, να αγωνίζομαι,  για να κρατώ ενεργή τη μνήμη της πολύπαθης Κύπρου, της πατρίδας μου, με την ελπίδα της επιστροφής στην αγαπημένη μου Αμμόχωστο. Και μια ευχή βγαίνει από την καρδιά μου … ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ!

(Συμμετοχή στο διεθνή διαγωνισμό Κύπρος -Ελλάδα -Ομογένεια :Εκπαιδευτικές γέφυρες)

ΔΙΗΓΗΜΑ 3 ΣΕΡΡΕΣ 5ο ΓΕ.Λ._Γ1 ΤΑΞH

ΠΑΛΙΕΣ ΣΥΝΤΑΓΕΣ

Πρωταγωνιστές:

Γιαγιά: Eλένη Σακκάτη, (ηλικία 17-67)

Εμφάνιση:

ψηλή, αδύνατη, κομψή, καφέ μαλλιά και μάτια, τα μαλλιά μακριά συνήθως

πιασμένα είτε σε πλεξούδα είτε σε κότσο, ελάχιστες ρυτίδες στο πρόσωπο

κυρίως γύρω από τα μάτια και το στόμα

Χαρακτήρας: χαμογελαστή και πρόσχαρη, η καλύτερη μαγείρισσα της

Περιοχής (σπεσιαλιτέ παστίτσιο), ευγενική, σοφή, ρομαντική

Επάγγελμα: Γιατρός- πλέον συνταξιούχος

Ανδρέας Γεωργίου(άνδρας της Ελένης )(ηλικία 19-69)

Εμφάνιση: ψηλός, αδύνατος, γυμνασμένος, καστανόξανθα μαλλιά, γαλάζια

μάτια, ταλαιπωρημένος με ρυτίδες σε όλο το πρόσωπο, καλοσχηματισμένο

χαμόγελο

Χαρακτήρας: δίκαιος, καλοσυνάτος, ευγενικός, έξυπνος, ρεαλιστής,

Οξυδερκής, ψυχή της παρέας,

Επάγγελμα: μηχανολόγος μηχανικός-συνταξιούχος

Μαρία Γεωργίου(πρωτότοκη κόρη της Ελένης και του Ανδρέα)(ηλικία

γύρω στα 50)

Επάγγελμά: δικηγόρος

Ηλίας Κούρτης (μεγαλύτερος εγγονός της Ελένης-γιός της Μαρίας) (ηλικία 17)

Εμφάνιση: ψηλός, γυμνασμένος, γαλάζια μάτια, καστανά μαλλιά,

Χαρακτήρας: καλός, αγαπάει πολύ τον παππού του, μέτριος μαθητής, θέλει να σπουδάσει μηχανολόγος μηχανικός

Σοφία Γεωργίου(δεύτερο παιδί της Ελένης και του Ανδρέα) (ηλικία γύρω

στα 45)

Επάγγελμα: φαρμακοποιός

Μιχάλης Γεωργίου (δεύτερο παιδί της Ελένης και του Ανδρέα )(ηλικία γύρω

στα 45)

Επάγγελμα: Γεωπόνος

Μαρία Κούρτη (μητέρα της Ελένης)

Επάγγελμα: νοικοκυρά

Κωστας:(μικρότερος αδελφός της Ελένης) (Ηλικίας 14)

Νικόλαος (μεγαλύτερος αδελφός της Ελένης) (ηλικία 20)

Επάγγελμα: στρατιωτικός

Μάριος Σακκάτης (πατέρας της Ελένης)

Επάγγελμα: ιατρός

Αντιγόνη: φίλη και ξαδέρφη της Ελένης

Σπίτι Ελένης και Ανδρέα: Απέναντι από την εκκλησία του χωριού (διώροφο)

Πατρικό σπίτι της Ελένης στην Αμμόχωστο

Φαγητά

Χαλούμι

Κουπέπια

Κούπες

Πατάτες ατίναχτες

Αφέλια

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2023

Σακκάτη. Ελένη Σακκάτη. Πλέον συνταξιούχος γιατρός και μάλιστα γιαγιά τριών υπέροχων εγγονιών. Ο μόνος που ξέρει την ηλικία της είναι η ταυτότητα της και αυτό, γιατί κατάφερε να ξεγελάσει το χρόνο. 67 ετών και λίγες ανεπαίσθητες ρυτίδες διαγράφουν το πρόσωπο της, γύρω από τα μάτια και το στόμα. Ρυτίδες που πολλοί χαριτολογώντας θεωρούν ότι δημιουργήθηκαν από το γέλιο και τις χάρες που της πρόσφερε η ζωή. Τα μαλλιά της, αν και καστανά, αρχίζουν να ασπρίζουν, πάντα φροντισμένα κα πιασμένα με επιμέλεια σε κότσο. Όμως τα μπιρμπιλωτά της μάτια παρέμειναν ίδια με τις φωτογραφίες της νιότης της ,φωτεινά και γελαστά. Καστανά όπως τα κάστανα που αχνίζουν μόλις βγουν από το παλιό ξυλόφουρνο  στην αυλή του σπιτιού της. Στη μορφή ψηλή και λυγερή, αλλά δυνατή έτοιμη να φέρει εις πέρας όποια δουλειά της ανατεθεί. Όσο για τις μαγειρικές της δεξιότητες… Γι΄ αυτές φημίζεται σε όλα τα γειτονικά χωρία. Μπορεί, όταν ήταν εργαζόμενη να μαγείρευε ελάχιστα εξαιτίας του δύσκολου ωραρίου εργασίας, αλλά από την στιγμή που συνταξιοδοτήθηκε περνά ατέλειωτες ώρες στην κουζινούλα της. Θα πάω στην κουζινούλα μου, λέει, και ψάχνει στο τσελεμεντέ της μητέρας, της κυρά Μαρίας να βρει την παραδοσιακή συνταγή που θα ενθουσιάσει τα εγγονάκια της και θα καταπλήξει τους καλεσμένους της. Πάντα είχε εκλεκτούς καλεσμένους, από το πατρικό της μέχρι τώρα στο δικό της σπιτικό. Η Ελένη ήταν κόρη του δόκτωρ Σακκάτη, πασίγνωστου γιατρού της Αμμοχώστου. Στο αρχοντικό τους μαζεύονταν πρόξενοι, γιατροί, στρατιωτικοί και γενικότερα όλες οι ισχυρές οικογένειες της περιοχής.

Σήμερα όμως είχε τους πιο σημαντικούς καλεσμένους της ζωής της, την οικογένειας της. Θα μαζεύονταν όλοι στο σπίτι της για να γιορτάσουν την ονομαστική γιορτή του Ηλία. Ο Ηλίας είναι ο μεγάλος της εγγονός και γιος της πρωτότοκης κόρης της, της Μαρίας. Μοιάζει στον άντρα της, ψηλός, γεροδεμένος και στα μάτια του βυθίζεται όλος ο κόσμος. Η Ελένη εκτός από την Μαρία που ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου έχει αλλά δυο παιδιά, τα δίδυμα, τη Σοφία φαρμακοποιός και τον Μιχάλη γεωπόνος. Η Σοφία της έχει δώσει τα αλλά δύο της εγγόνια, τον Νικό και την Ευαγγελίτσα.

 20 Ιούλη και είχε σηκωθεί από νωρίς για να συμμαζέψει το σπίτι, να στρώσει τα χρυσοκέντητα και τα μεταξωτά τραπεζομάντηλα, που η ίδια ύφαινε για την προίκα της και φυσικά να ετοιμάσει το αγαπημένο φαγητό του Ηλία, τα Αφέλεια. Παραδοσιακή συνταγή που την έμαθε από την μητέρα της, όταν έκανε τα πρώτα της βήματα στο χώρο της μαγειρικής. Έβγαλε από το συρτάρι  την πολύχρωμη ποδιά της και την έδεσε προσεκτικά γύρω από την λεπτή μέση της. Κλείστηκε, λοιπόν, στην κουζινούλα και άρχισε να μαρινάρει τα μικρά κομμάτια από το χοιρινό, χωρίς λίπος. Το εκλεκτό μοσχάρι σου φύλαξα κυρά Ελένη, της είχε πει ο κρεοπώλης. “Να μην ξεχάσω να φυλάξω λίγο να του το πάω το απόγευμα” σκέφτηκε και έριξε μέσα την μεγάλη, ατσάλινη κατσαρόλα το κόκκινο κρασί, το κύμινο, την κανέλα και τον ξερό κόλιανδρο, όλα υλικά από την αυλή της. Όσο περίμενε να μελώσουν ετοίμασε το ρύζι. Από το βράδυ είχε σκεφτεί το γεύμα και τώρα ήταν έτοιμο για να επικυρώσει αυτή τη σημαντική μέρα.

Γύρω στη μία είχε μαζευτεί όλη η οικογένεια και κάθισαν στα μεγάλο τραπέζι όπου βρίσκεται κατά μεσής της σάλας. Το καλοκαίρι ήταν το πιο δροσερό δωμάτιο του σπιτιού και το χειμώνα το πιο ζεστό, μιας και φρόντιζε η κυρά Ελένη να καίει πάντα το τζάκι. Αφού ολοκλήρωσαν με το φαγητό, οι μεγάλοι έμειναν να συζητούν τα προβλήματα που τους απασχολούν το τελευταίο διάστημα, ενώ ο Νίκος και η Ευαγγελίτσα έτρεξαν αμέσως στο δεύτερο όροφο του σπιτιού, στο παιδικό δωμάτιο. Εκεί χάθηκαν στο κόσμο της φαντασίας με τους βασιλιάδες, τις νεράιδες, τα ξωτικά και τους μοχθηρούς μάγους. Ο Ηλίας, του οποίου το κινητό είχε μείνει από μπαταρία, και δυσανασχετούσε με τις μονότονες συζητήσεις των ενηλίκων αποφάσισε να περιπλανηθεί στο σπίτι. Βρέθηκε έξω από το γραφείο του παππού του, τον οποίο έχει ιδιαίτερη αδυναμία και ακόμα και εάν δεν το παραδέχεται μπροστά στην οικογένεια του, εξαιτίας του αποφάσισε να σπουδάσει μηχανολόγος μηχανικός. Άνοιξε την βαριά ξύλινη πόρτα που όσο περνούσαν τα χρόνια άρχιζε να τρίζει όλο και περισσότερο. Το δωμάτιο αυτό ήταν γεμάτο από ράφια, τα οποία ξεχείλιζαν από τα βιβλία και τοιχογραφίες με αναπαραστάσεις από την αναγέννηση παρουσιάζοντας στα έκπληκτα μάτια των θεατών συγκεντρώσεις επιστημών και διανοουμένων του 19ου αιώνα. Μόνο ένα παράθυρο έχει το δωμάτιο το οποίο αυτές τις μεσημεριανές ώρες πλημμύριζε με φως όλο το δωμάτιο, τονίζοντας της λεπτομέρειες των τοιχογραφιών και προσδίδοντας μια χρυσαφένια απόχρωση στα λιγοστά έπιπλα. Βέβαια, θα έλεγε κανείς ότι το δωμάτιο ήταν ιδιαίτερα λιτό, άμα εξαιρέσουμε τις πολύχρωμες και λεπτοδουλεμένες τοιχογραφίες καθώς εκτός από το γραφείο υπήρχε μόνο μια παλιά ξεθωριασμένη δερμάτινη πολυθρόνα. Στο κέντρο υπήρχε το μεγάλο γραφείο του παππού φτιαγμένο από βελανιδιά, δώρο του πεθερού του μετά το γάμο. Κουρασμένος από το σχολείο και τις συνηθισμένες συζητήσεις της οικογένειας σχετικά με τις επιδόσεις του σχολείο και τις επιδιώξεις του για την ερχόμενη χρονιά των εξετάσεων, αποφάσισε να απολαύσει αυτή τη στιγμή ησυχίας και ηρεμίας που του παρείχε το δωμάτιο. Κάθισε στη δερμάτινη καρέκλα του παππού του, την όποια είχε αγοράσει από το Λονδίνο. Όσο ήταν νέος ο παππούς του ταξίδευε συχνά στο εξωτερικό και του έφερνε τρενάκια και αεροπλάνα για να παίζει. Μάλιστα πολλές φορές τα έστηνε μαζί με τον παππού του στη σάλα και έπαιζαν για ώρες μαζί. Και ας φώναζε μετά η γιαγιά ότι τα έκαναν όλα άνω κάτω και, αλίμονο τους, αν σπάσουν κάποιο καλό κρυστάλλινο βάζο. Εκεί τη στιγμή που αναπολούσε τα παιδικά του χρόνια παρατήρησε πάνω στο γραφείο ένα άλμπουμ φωτογραφιών. Άρχισε να το περιεργάζεται. Πρώτη φορά το έβλεπε. Είχε την εντύπωση πως είχε δει όλες τις οικογενειακές φωτογραφίες, όμως αυτό ήταν διαφορετικό. Δεν είχε το εξώφυλλο με το λουλακί χρώμα που χαρακτήριζε όλα τα άλμπουμ της οικογένειας ούτε το επώνυμο της στο κέντρο της σελίδας με κεφαλαία καλλιγραφικά χρυσά γράμματα. Αυτό ήταν αλλιώτικο, πολύ διαφορετικό. Είχε ένα βαθύ πράσινο χρώμα και ήταν δεμένο με ένα φθαρμένο, από το πέρασμα του χρόνου, σκοινί εμποδίζοντας τις σελίδες του να ανοίξουν διάπλατα και να φανερώσουν στους παρατηρητές του τις μνήμες και τις ιστορίες του παρελθόντος.

          Τη στιγμή που ο Ηλίας επιχείρησε να ρίξει μια πιο διερευνητική ματιά στο σκονισμένο βιβλίο που κρατούσε στα χέρια του και το μόνο που αναγράφονταν ως τίτλος στο εξώφυλλό του ήταν η χρονολογία 1960, ακούστηκε το παρατεταμένο τρίξιμο της πόρτας και ευθύς εμφανίστηκε στο άνοιγμα της η γιαγιά του. Πάντα, κομψή και περιποιημένη, χωρίς να υπάρχει ίχνος της κούρασης της και ιδίως του χρόνου χαραγμένο στο πρόσωπο της. Τώρα στέκονταν μπροστά του χαμογελαστή και κρατούσε στα λεπτά της χέρια, διακοσμημένα με το δαχτυλίδι του γάμου της και ένα ρολόι εποχής, μια μεγάλη εγκυκλοπαίδεια. Μου έτεινε το χέρι για να την τοποθετήσω σε ένα ψηλό ράφι.

“Γιαγιά σε ποιο ράφι ανήκει αυτή η εγκυκλοπαίδεια” τη ρώτησα, ενώ συγχρόνως προσπαθούσα να θυμηθώ πού την είχα ξαναδεί.

“Εκεί πάνω δεξιά αγόρι μου” έδειξε με την άκρη του δακτύλου της, καθώς ξετρύπωνε ένα καρεκλάκι από μια εισδοχή στο γραφείο.

“Βλέπω άνοιξες το άλμπουμ με τις φωτογραφίες”. Η γιαγιά χαμογέλασε λέγοντας το αυτό, αλλά εγώ πρόσεξα ότι ήταν ένα χαμόγελο πικρό. “Πρώτη φορά το βλέπω, πού ήταν τόσο καιρό;” τη ρώτησα.

“Κι εγώ, δεν έχει πολύ καιρό που το ξέθαψα από την σοφίτα, μαζί με κάτι άλλες αντίκες που, ένας θεό, ξέρει πόσο καιρό τις μαζεύει ο παππούς σου. Τέλος πάντων πρέπει κάποια στιγμή να ασχοληθώ και με αυτό”

“Γιαγιά μια τελευταία ερώτηση ποιανού είναι αυτές οι φωτογραφίες;”

9 Ιουνίου 1974

“Κορίτσια κατεβείτε θα αργήσουμε στο γάμο της ξαδέρφης σας” φώναξε η μητέρα μου, Μαρία, μιας και εγώ με την συνομήλικη φίλη και ξαδέρφη μου  Αντιγόνη ετοιμαζόμασταν στο δωμάτιο μου στον δεύτερο όροφο του σπιτιού. “Τώρα κατεβαίνουμε … φροντίζουμε κάτι τελευταίες λεπτομέρειες”  “Άντε… γιατί τα αδέρφια σου έχουν ετοιμαστεί εδώ και ώρα και σας περιμένουμε. Ευτυχώς δεν είναι εδώ ο πατέρας σου και έχει πάει από νωρίς να συγχαρεί τον ξάδελφο του για τις χαρές της κόρης του αλλιώς θα σού λεγα εγώ, τι θα γινόταν εδώ πέρα”. “Τι θα κάνω με αυτά τα παιδιά” ξεφύσηξε και κάθισε στη καρεκλά της τραπεζαρίας χτυπώντας ανυπόμονα το τακούνι της ολοκαίνουργιας κρεμ γόβας της πάνω στο ξύλινο παρκέ του δαπέδου. “Είμαστε θαύμα” αναφώνησε η Αντιγόνη ενώ καθρεφτιζόμασταν στο ολόσωμο καθρέφτη διπλά από την  εντοιχισμένη ντουλάπα μου. Και δεν είχα παρά να συμφωνήσω. Είμαστε πραγματικά χάρμα οφθαλμών, σωστές κυρίες. Η Αντιγόνη φορούσε ένα υπέροχο πλισέ φόρεμα που έφτανε λίγο πιο κάτω από το γόνατο. Είχε το χρώμα της ήρεμης θάλασσας, όπως τα μάτια της και στένευε στην μέση με μια κατάλευκη ζώνη. Το σύνολο συμπλήρωνε η λευκή της τσάντα με τα ασορτί πέδιλα και το περιδέραιο από μαργαριτάρια, ειδική παραγγελία του πατέρα της για τα 17α γενέθλια της. Όσο για τα μαλλιά της… Πραγματικό κομψοτέχνημα. Τα κατάξανθα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε έναν ψηλό κότσο με την γνωστή τεχνική “σαλιγκάρι”. Μου είχε πει πως ξημερώματα είχε φτάσει η κομμώτρια στο σπίτι τους για περιποιηθεί την ίδια και την μητέρα της. Δίπλα στο καθρέφτη μια άλλη μορφή, μια άλλη κοπέλα, πιο αδύνατη, με μακριά κυματιστά μαλλιά που έφταναν μέχρι την μέση όπως των Νηρηίδων, που κατοικούσαν στον βυθό της θάλασσας, στο παλάτι του πατέρα τους, του Ποσειδώνα. Το φόρεμά της είχε μια απαλή απόχρωση του πράσινου και τα πέδιλα της, μπέζ, έδιναν την εντύπωση πως ήταν νεράιδα, όπως αυτές που τόσο ωραία περιγράφουν τα παραμύθια. Τα μόνα κοσμήματα που φορούσε ήταν το ολόχρυσο της σταυρουδάκι και το βραχιόλι που της χάρισε η μάνα της, το οικογενειακό κειμήλιο της οικογένειας που μεταβιβάζεται από την μητέρα στην πρωτότοκή της κόρης στα 17α γενέθλια της. Το βραχιόλι αυτό ήταν μοναδικό και ανεκτίμητο. Θυμάμαι την μητέρα μου να λέει ότι το είχε παραγγείλει ο προ-προ πάππους μου ως δώρο στην γυναίκα του, ύστερα από την γέννηση του πρώτου τους παιδιού. Το βραχιόλι είναι χρυσό και στο κέντρο του είχε ένα αστέρι με δώδεκα ακτίνες. Αφού αντάλλαξαν λίγα ακόμα κομπλιμέντα και κουτσομπολιά αναφορικά με την σημερινή μέρα, αποφάσισαν να αποχωριστούν το δωμάτιο και να καταπλήξουν μπροστά στα μάτια των εκλεκτών και περιζήτητων προσκεκλημένων. Και λογικό αναλογίστηκα να παρευρίσκονται στο γάμο τόσο εξέχουσες προσωπικότητες, αφού ο θείος μου εκτός από πάμπλουτος, (ποιος ξέρει πόσο μεγάλη προίκα έδωσε για την μοναχοκόρη του προκειμένου να παντρευτεί αυτόν τον εφοπλιστή), ήταν και ιδιαίτερα καλοσυνάτος και συμπαθής στον κύκλο του. Οι δύο όροφοί του αρχοντικού επικοινωνούσαν με μια μόνο σκάλα, που τα σκαλοπάτια της, ξύλινα και γυαλισμένα, αγκάλιαζε ένα όμορφο λευκό κάγκελο από περίτεχνα σφυρηλατημένο σίδερο με ωραία τριαντάφυλλα και διάφορα άλλα άνθη αγκαλιασμένα πάνω στο ίδιο μέταλλο.

          Οι δύο φίλες κατέβηκαν με γοργό βήμα την σκάλα και κατευθύνθηκαν προς την τραπεζαρία, έτοιμες να δεχτούν την επίπληξη της μητέρας της Ελένης. “Τι κάνατε τόση ώρα εκεί πάνω; Η νύφη έχει ετοιμαστεί εδώ και ώρα και εμείς περιμένουμε εσάς… θα σας τα ψάλουν οι πατεράδες σας και θα έχουν δίκιο αυτή τη φορά. Γρήγορα όλοι έξω από το σπίτι να προλάβουμε τουλάχιστον την τελετή για την προετοιμασία της νύφης την έχουμε χάσει από ώρα!”

           Ο γάμος θα γινόταν κατ’ εξαίρεση, έπειτα από παράκληση του θείου μου,  στην ενορία της νύφης, στον Άγιο Ιωάννη. Η εκκλησιά αυτή ήταν χτισμένη από το 1960. Εγώ ήμουν τότε 3 χρονών. Όταν φτάσαμε στην αυλή της εκκλησίας παρατήρησα για ακόμα μια φορά τον κήπο με τα κίτρινα ρόδα, όπου τέτοιες ηλιόλουστές μέρες τα πέταλα τους αποκτούν μια χρυσαφένια απόχρωση και μαγνήτιζαν τα βλέμματα των πιστών. Όμως, αυτό που προκαλούσε ανακούφιση στους περισσότερους καλεσμένους ήταν τα πεύκα, που βρίσκονταν περιμετρικά της αυλής προσφέροντας μια όαση δροσιάς μέσα στην απογευματινή ζέστη. Η μέρα αυτή ήταν  από τις πιο θερμές αυτού του καλοκαιριού και με δυσκολία μπορούσε κάποιος να περιμένει έξω. Η νύφη δεν άργησε να φανεί παρουσία συγγενών και οργάνων που έπαιζαν παραδοσιακά τραγούδια του γάμου. Ο ναός στο εσωτερικό του δροσερός κάτι που εκτιμήθηκε από όλους τους παρευρισκόμενους, όμως σύντομα ο χώρος έγινε αποπνικτικός από το πλήθος των καλεσμένων, που ύστερα από πρόχειρους υπολογισμούς της ξαδέρφης μου ξεπερνούσαν τους 300. Μετά τον γάμο, ο θείος μου είχε κανονίσει ένα γλέντι προς τιμήν των νεόνυμφων στο αρχοντικό του και όλοι οι καλεσμένοι έσπευσαν να αναχωρήσουν από την εκκλησία με προορισμό το “γλέντι της χρόνιας”, όπως διαδόθηκε από στόμα σε στόμα. Το σπίτι του θείου μου, ήταν από τα μεγαλύτερα σπίτια της περιοχής και έβλεπε κατευθείαν στη θάλασσα. Το αρχοντικό διαθέτει και μεγάλη αυλή γι’ αυτό και προτιμήθηκε ως χώρος για την δεξίωση. Η αλήθεια είναι πως είχα επισκεφτεί αρκετές φόρες αυτό το σπίτι αλλά ποτέ δεν μου είχε φανεί τόσο λαμπερό και μεγαλεπήβολο κήπος είχε γεμίσει από τραπέζια, τα οποία σχημάτιζαν ομόκεντρους κύκλους και σε μια γωνιά υπήρχε μια ορχήστρα όπου υπήρχε κάθε λογής μουσικό όργανο βιολιά, λαούτα, τσαμπουκά, το σουραύλι, το ποιμενικό πνευστό όργανο που έπαιζαν οι βοσκοί στα χωράφια κ.α. Ο κόσμος είχε καθίσει ήδη στις θέσεις τους. Ευτυχώς, η θεία μου η Μαργαρίτα, ήταν η υπεύθυνη για τις θέσεις των καλεσμένων στα τραπέζια και κανόνισε όλες νέες και ανύπαντρες κοπέλες, δηλαδή οι συμμαθήτριες και φίλες μου να καθόμαστε μαζί  μακριά από τα αυστηρά και άγρυπνα βλέμματα των γονιών μας, που στην παραμικρή παρασπονδία μας θα μας έπιαναν από τα καλοχτενισμένα μας μαλλιά και θα μας έσερναν για παραδειγματισμό των υπόλοιπων γύρω από τα τραπέζια. Καλά μπορεί σε αυτό το σημείο να υπερβάλλω λίγο άλλα σε κάθε περίπτωση δεν θα μπορούσαμε να απολαύουμε την γιορτή. Οι συζητήσεις είχαν ήδη αρχίσει και με ένα σύνθημα του γαμπρού, ξεκίνησαν οι χοροί και τα τραγούδια. Την αρχή έκαναν τα πρωτοπαλίκαρα της Αμμοχώστου με έναν παραδοσιακό χορό, τον τατσιά, στον οποίο συμμετείχαν μόνο άντρες. Αυτό συνέβαινε κυρίως λόγω των αυστηρών ηθών που υπάρχουν στην περιοχή μας και την υπερβολική κατά την γνώμη μου πεποίθηση ότι είναι ανήθικο μια γυναίκα να χορεύει με πηδήματα και κουνήματα του κορμιού. Ο πρώτος του χορού ήταν ο γαμπρός και δίπλα του στήριγμα και φίλος, ο μεγαλύτερος αδελφός μου, ο Νίκος. Είκοσι χρόνων περιζήτητος γαμπρός, καθώς εκτός από γοητευτικός, διαθέτει  ήθος αλλά και μόρφωση. Υπηρετούσε στο στρατό με το αξίωμα του λοχαγού και το τελευταίο καιρό σπάνια ερχόταν στο σπίτι. Οι επισκέψεις του ήταν σύντομες και τις περισσότερες ώρες τις περνούσε με τον πατέρα, κλειδωμένοι στο γραφείο του και κάθε φορά που προσπαθούσα να καταλάβω τη συνέβαινε η απάντηση ήταν η ίδια “ Δεν είναι θέματα συζητήσεις για μικρά κοριτσάκια”. Στο κύκλο χόρευε και ο άλλος μου ο αδερφός, ο Κωστάκης ο μικρότερος της οικογένεις-14 χρονών- και έμπιστος συνεργάτης σε όλες μου τις αταξίες. Αλλά τα ενδιαφέρον μου κέντρισε ένα άλλο αγόρι που βρίσκονταν στον Νίκο. Ήταν ψηλός και γεροδεμένος. Το πουκάμισο του λευκό, όπως ο αφρός  που σχηματίζεται από τα κύματα της θάλασσας και ελαφρώς ξεκούμπωτο για να μπορεί να εκτελεί με άνεση τις χορευτικές κινήσεις. Το παντελόνι του είχε ένα σκούρο μπλε χρώμα από φίνο και κομψό ύφασμα. Η επιδερμίδα του σταρένια από το ήλιο έρχονταν σε τέλεια αντίθεση με τα καστανόξανθα μαλλιά του, όπου ήταν ατημέλητα και ανακατεμένα από τον χορό. “Ελένη δεν με ακούς … καλά που αγναντεύει ο νους σου;” ακούστηκε από το βάθος, ανήσυχη η φωνή της Αντιγόνης. “Όλα καλά απλώς αφαιρέθηκα”, της αποκρίθηκα με κάποιον δισταγμό στη φωνή μου. “Σε περίπτωση που σε ενδιαφέρει, αυτός είναι ο Ανδρέας και σήμερα επέστρεψε στην Αμμόχωστο για τις καλοκαιρινές διακοπές. Φοιτά στην Αγγλία μηχανολόγος μηχανικός και μάλλον θα μείνει στην πόλη μας τουλάχιστον ένα μήνα” “Της πληροφορίες της απέκτησα από έγκυρη πηγή, την μητέρα μου που είναι φίλες παιδικές με την μητέρα του”. Τις τελευταίες λέξεις, η Αντιγόνη της είπε ψιθυριστά καθώς εκείνη την στιγμή πλησίαζε η μητέρα και ο πατέρας μου προς την μεριά μας. “Κορίτσια εμείς θα επιστρέψουμε στο σπίτι, Ελένη σήμερα μπορείς να κοιμηθείς στο σπίτι της Αντιγόνης έχουμε ήδη συνεννοηθεί με τους γονείς της” . Εκείνη την στιγμή ένα χαμόγελό ευτυχίας σχηματίστηκε στα χείλη μας και αμέσως σπεύσαμε να ευχαριστήσουμε τους γονείς μας. Οι χοροί, τα γέλια, οι συζητήσεις συνεχίζονταν με αμείωτο ρυθμό και την στιγμή που ετοιμαζόμουν να χαρίσω στον εαυτό μου μια στιγμή ηρεμίας έπειτα από τόσους χορούς, ένα χέρι άγγιξε απαλά τον δεξί μου ώμο. Η κίνηση αυτή με αιφνιδίασε τόσο πολύ που κάθε νεύρο του σώματος μου παρέλυσε για μια στιγμή, καθώς ένα ρεύμα απορίας κατέκλυζε την σκέψη μου. Την στιγμή που τα μάτια μου αναζητούσαν το πρόσωπο του άγνωστου χεριού, διασταυρώθηκαν με αυτά του Αντρέα. Στεκόταν ακριβώς μπροστά μου, ακίνητος, να με κοιτάει με τα καταγάλανα μάτια του. Στο πρόσωπό του είχε σχηματιστεί ένα πλατύ χαμόγελο και οι άκρες τους ολοκληρώνονταν με τα καλοσχηματισμένα λακκάκια του. “Συγγνώμη, δεν είχα πρόθεση να σε τρομάξω παρά μόνο να σου ζητήσω να με συνοδεύσεις σε αυτό το χορό”. Αιφνιδιασμένη από αυτήν την πρωτοβουλία του αρκέστηκα σε ένα θετικό νεύμα του κεφαλιού. Έπειτα από αυτόν τον χορό, υπήρξαν πολλοί ακόμα, όπως και συζητήσεις, όνειρα, γέλια, μέχρι το ξημέρωμα από επιστρέψαμε στο σπίτι της Αντιγόνης. Εξουθενωμένες από το γλέντι άλλα πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας.

  Με τον Αντρέα αρχίσαμε να κάνουμε πιο εντατικά παρέα έπειτα από την γνωριμία του με τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονίας αλλά και με την οικογένεια μου και πλέον περνούσαμε ατελείωτες ώρες μαζί, είτε με  περιπάτους το λιμάνι, στη γειτονιά και σε  συγκεντρώσεις που οργάνωναν οι εύποροι της περιοχής. Μάλιστα, το θέμα των συζητήσεων αποτελούσε η εκτεταμένες σχέσεις της Κύπρου με τη Τουρκία, κάτι που φαίνεται ότι απασχολούσε ιδιαίτερα τους κατοίκους της Αμμόχωστου.

Σάββατο 14 Αυγούστου 1974

 Η κατάστασή αύτη που ζούμε σήμερα δεν θα μπορούσα να την φανταστώ δύο μήνες πριν. Το ραδιόφωνο διαδίδει συνεχώς νέα σχετικά με τις συνθήκες που επικρατούν σε διάφορες περιοχές της Κύπρου όπως οι βομβαρδισμοί που είχαν ξεκινήσει στην περιοχή του Πενταδακτύλου και τα γύρω χωριά και μας συμβουλεύει να εγκαταλείψουμε τα σπίτια μας. Ο Κωστάκης μάλιστα μας έλεγε ότι είναι κάτι σαν παιχνίδι και τα βράδια μαζεύονταν με τους φίλους του για να χαζέψουν τις σφαίρες που φωτίζονταν από την μια μεριά μέχρι την άλλη όταν χτυπούσαν μεταξύ τους. Η Αντιγόνη είχε φύγει για διακοπές στην Ελλάδα πριν τρεις εβδομάδες και μάλλον δεν θα γυρίσει ποτέ ξανά στην Αμμόχωστο, στο σπίτι της, στη πατρίδα της. Ίσως να μην καταφέρουμε να ξαναϊδωθούμε ποτέ. Η μητέρα μου αυτή τη στιγμή ετοιμάζει μια τσάντα με χρήματα, χρυσαφικά και εικόνες για να φύγουμε από το σπίτι, εγώ έχω συγκεντρώσει από την κουζίνα ψωμί και νερό, για να έχουμε για 2-3 μέρες. “Είμαστε έτοιμοι” είπε η μητέρα μου με έναν μελαγχολικό τόνο και ο πατέρας μου έκλεισε με δύναμη την κεντρική είσοδο του σπιτιού μας. Το σπίτι που γεννήθηκα, που γιόρταζα, που ήταν το καταφύγιο μου στις δύσκολες στιγμές. Εγκατέλειπα τα δωμάτια που έμαθα να περπατώ, να χορεύω, να μαγειρεύω. Αφήνω κλειδωμένα στα ντουλάπια όλα τα όνειρα που έκανα, την ευτυχία και την αγάπη που ένιωσα. Μάλιστα από βραδύς η μητέρα μου έδωσε να φορέσω μαύρα μακριά ρούχα και μαντήλες για να φαίνομαι σαν γριά έτσι, ώστε να μην με βιάσουν οι Τούρκοι που θα έρχονταν, όπως διαδόθηκε από τα γύρω χωριά που πολλές γυναίκες έπεσαν θύματα ξυλοδαρμών και βιασμών. Ξεκινήσαμε να πάμε σε κάποιο γειτονικό χωριό της περιοχής της Αμμόχωστου όμως προτού προλάβουμε να φτάσουμε στις 14.00 το μεσημέρι ο τουρκικός στρατός έφτασε στην Αμμόχωστο. Στην διαδρομή μας περίμεναν τούρκοι στρατιώτες. Ρώτησαν τον πατέρα μου, εάν είμαστε έλληνες και αυτός κατεύνασε θετικά. Αμέσως μας έβαλαν όλους  μέσα σε ένα μεγάλο φορτηγό όπου κάθε 5 λεπτά φόρτωναν και άλλα άτομα. Αφού γέμισε το φορτηγό μας μετέφεραν σε ένα γειτονικό χωρίο. Σε όλη την διαδρομή κάνεις δεν ήξερε τη θα συμβεί όταν φτάσουμε στο χωριό κάποιοι αποχαιρετούσαν την οικογένεια τους, άλλοι παρέμειναν σιωπηλοί να κοιτάζονται στα μάτια ελπίζοντας ο χρόνος να σταματήσει σε εκείνη την στιγμή, έτσι τουλάχιστον ήλπιζα εγώ κοιτάζοντας τα γαλανά και ήρεμα γαλάζια μάτια του Ανδρέα, τα οποία όσο πλησιάζαμε στο χωρίο θόλωναν και περισσότερο από τα δάκρυα. Όσα περνούσε η ώρα τόσο περισσότερο με κυριαρχούσε η ιδέα ότι αυτή μπορεί να ήταν η τελευταία φορά που αντίκριζα τον Αντρέα, το πατέρα, τη μητέρα μου και τον μικρότερο μου αδερφό. Δυστυχώς  η τύχη του Νικόλα μας ήταν άγνωστη εδώ και καιρό. Ο πατέρας μου είχε απευθυνθεί σε πολλούς γνωστούς αλλά κανείς δεν μπόρεσε να μας βοηθήσει να μάθουμε τι απέγινε ο Νικόλας μας. Ο αδερφός μου… Όταν φτάσαμε μας χώρισαν σε άντρες και γυναικόπαιδα. Η καρδία μου ράγισε σε χίλια κομμάτια, δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Κάθε αναπνοή έβγαινε με δυσκολία ενώ το σώμα μου άρχισε να χάνει τις δυνάμεις του. Έστεκα εκεί προσοχή μη μπορώντας να αποχαιρετήσω τους ανθρώπους μου. Την ζωή μου.. Η μητέρα δίπλα μου αποχαιρετούσε βουρκωμένη το παιδί της και τον άντρα της.  Κάποια στιγμή μια κόρη έτρεξε να πάει προς τον πατέρα της, τον φώναξε να γυρίσει πίσω, έκλαιγε. Δεν την άφησαν οι Τούρκοι να τον πλησιάσει. Την επόμενη στιγμή ένα αμάξι τούρκων μετέφερε ένα, θανάσιμα τραυματισμένο συμπατριώτη τους. Ο πατέρας μου απευθύνθηκε στους στρατιώτες λέγοντας τους πως είναι γιατρός. Περιποιήθηκε με δεξιοτεχνία και ψυχραιμία τα τραύματα του. Οι στρατιώτες βλέποντας το ταλέντο του τον άφησαν ελεύθερο με την προϋπόθεση να περιποιείται τους τραυματιές που θα του φέρνουν. Οι υπόλοιποι άντρες βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν μπροστά στα μάτια των αγαπημένων τους. Κανείς δεν μπόρεσε να μιλήσει όλοι έκλαιγαν με λυγμούς, όλοι θρηνούσαν τους νεκρούς τους .Λίγες ώρες αργότερα μας ανέβασαν έναν έναν σε ένα άλλο φορτηγό και θα μας μετέφεραν κάπου αλλού. Άγνωστο πού.

  Στη συνέχεια εγώ με τη μητέρα και τον πατέρα μου σταθήκαμε τυχεροί, οι τούρκοι ελευθέρωσαν ένα μέρος των αιχμαλώτων και μας έστειλαν στην Λευκωσία. Εκεί μάθαμε από συγγενείς ότι ο Νικόλας μας βασανίστηκε από τους τούρκους και δολοφονήθηκε άγρια. Το ίδιο βράδυ η μητέρα μου μην μπορώντας να σηκώσει αυτόν τον πόνο πέθανε από καρδιακή προσβολή. Έπειτα από αρκετές μέρες μάθαμε ότι την ημέρα της απομάκρυνσης μας από την Αμμόχωστο, ένας Βρετανός αξιωματικός, ενημέρωσε ότι η Αμμόχωστος δεχόταν πλήγματα από όλμους. Πράγματι, υπήρξε ένας τρομερός βομβαρδισμός με όλμους μεταξύ 15.00 και 17.00 στις 15 Αυγούστου. “Ήμουν στην πύλη των τειχών της Αμμοχώστου. Καθώς οι Ε/κ υποχωρούσαν, μας έριχναν μέσα στα τείχη βόμβες από τα οχήματά τους. Όταν άρχισε να σκοτεινιάζει στις 18.30, στη νέα πύλη της Αμμοχώστου παρατάχθηκαν (τουρκικά) στρατιωτικά οχήματα το ένα πίσω από το άλλο. Οι στρατιώτες κατεβαίνοντας από τα οχήματα πυροβολούσαν (προς πάσα κατεύθυνση).”αναφέρει. Έμεινα με τον πατέρα του και με αναμνήσεις από ανθρώπους που αγάπησα, με χαμόγελα και χαρούμενες στιγμές που έζησα, με φιλίες και με συνταγές που ποτέ δεν ξέχασα….

(Συμμετοχή στο διεθνή διαγωνισμό Κύπρος -Ελλάδα -Ομογένεια :Εκπαιδευτικές γέφυρες)